- αγιώνυμος
- -η, -ο1. ο προσαγορευόμενος άγιος2. (για τόπους) αυτός που φέρει το όνομα αγίου ή την ονομασία άγιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + όνομα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγιώνυμος — η, ο (μόνο για τόπους ή ιδρύματα), αυτός που επονομάζεται άγιος: Είχε μείνει αρκετόν καιρό και στο αγιώνυμο όρος (στον Άθωνα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek